Πλατωνικῶν

Πλατωνικῶν
Πλατωνικός
broad-shouldered
fem gen pl
Πλατωνικός
broad-shouldered
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαλεκτική — Η «τέχνη του διαλέγεσθαι» κατά την ετυμολογία του όρου. Γενικότερα ο όρος δ. υποδηλώνει την αντιπαραβολή των αντιθέσεων και την ανάπτυξη του διαλόγου τους, με αποτέλεσμα την άρση, την εναρμόνιση ή τη νέα σύνθεσή τους. Η δ. υπήρξε μέθοδος τόσο των …   Dictionary of Greek

  • АЛЬБИН —     АЛЬБИН (Ἀλβῖνος) (сер. 2 в. н. э.), греческий философ платоник, ученик Гая. Гален (De libr. pr. 9, 16, 14 15 Kühn) пишет, что переехал в Смирну (ок. 150) ради лекций врача Пелопса и платоника Альбина. А. пользовался авторитетом и в позднейшей …   Античная философия

  • платоници — ПЛАТОНИ|ЦИ (1*), КЪ Πλατωνικοί с. мн. Сторонники философского учения, связанного с именем Платона: послѣдь же елиньство въ ересь стависѧ. нижнимь временемь реку же. ѿ пиѳагорѣнъ. и стоикъ. и платоникъ. и епикуранъ и пречее [так!]. (πλατωνικῶν) КР …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • платонѧне — ПЛАТОНѦН|Е (1*), Ъ с. мн. То же, что платоници: послѣдь же елиньство. въ ересѹ постѹпи въ нижьнѥѥ. лѣто. рекѹ же пифагорѧнъ. и стоикъ. и платон˫анъ. (πλατωνικῶν) КЕ XII, 250а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… …   Dictionary of Greek

  • γνωσιολογία — Ο κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει και επαληθεύει τους όρους της εγκυρότητας της γνώσης, τα όρια μέσα στα οποία πραγματοποιείται, τη φύση των σχέσεων μεταξύ της σκέψης και του αντικειμένου καθώς και μεταξύ της σκέψης και της αλήθειας. Τον όρο… …   Dictionary of Greek

  • νεοπλατωνισμός — ο φιλοσοφική κίνηση και διδασκαλία που διαμορφώθηκε στην Αλεξάνδρεια κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες και αποτέλεσε μίγμα πλατωνικών, γνωστικών, ιουδαϊκών και άλλων μυστικιστικών δοξασιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Αδ.… …   Dictionary of Greek

  • πειραστικός — ή, όν, Α [πειράζω] 1. αυτός που αρμόζει σε δοκιμή, με τον οποίο γίνεται η δοκιμή, δοκιμαστικός («ἔστι δ ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γνωριστική», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. «ἡ πειραστική» (ενν. τέχνη ή επιστήμη) κλάδος τής… …   Dictionary of Greek

  • πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”